Το Δ.Σ. του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Π.Ε. Πειραιά «Η Πρόοδος» με αφορμή την έκδοση της Υπουργικής Απόφασης 22631/Δ2 με αριθμό Φ.Ε.Κ. 776/26-2-2021 και στη συνέχεια της εγκυκλίου «Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος των σχολικών μονάδων για χαρακτηρισμό τους ως Πρότυπων και Πειραματικών» (1/3/2021) επισημαίνει τα ακόλουθα:
Ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας των πειραματικών σχολείων δεν ανταποκρίνεται πλέον στην αρχική στοχοθεσία για την παραγωγή παιδαγωγικής επιστημονικής γνώσης. Σχολεία τα οποία εξ’ ορισμού θα μπορούσαν να λειτουργήσουν δημοκρατικά και συμπεριληπτικά, μετατρέπονται συχνά στο δούρειο ίππο συντηρητικών και αναχρονιστικών παιδαγωγικών αντιλήψεων.
Συγκεκριμένα:
1. Ένα Πειραματικό Σχολείο δεν μπορεί να έχει μαθητικό πληθυσμό επιλεγμένο στη βάση της δυνατότητας (ή του ενδιαφέροντος) των γονέων να μετακινούν τα παιδιά τους σε απομακρυσμένη γειτονιά. Σύμφωνα με τον νόμο 3966/2011 αρ. 44 ” Η επιλογή των μαθητών και μαθητριών στα Πειραματικά ή Πρότυπα Σχολεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, γίνεται ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής τους. Η ευθύνη και τα έξοδα μετακίνησης των μαθητών και μαθητριών βαρύνουν τους ασκούντες τη γονική τους μέριμνα τόσο για την πλήρη φοίτησή τους όσο και για τη φοίτησή τους στους ομίλους.” Μια τέτοια δυνατότητα κι ένα τέτοιο ενδιαφέρον δεν είναι ισομερώς κατανεμημένα στο σύνολο του πληθυσμού, γεγονός που συνεπάγεται ότι ο οι μαθητές των Πειραματικών Σχολείων δεν θα αποτελούν αντιπροσωπευτικό ή τυχαίο (όπως προβλέπει ο νόμος) δείγμα του συνόλου. Όταν οι πειραματισμοί δεν γίνονται με αντιπροσωπευτικό μαθητικό πληθυσμό, τα αποτελέσματά τους έχουν ελάχιστη σημασία για τα υπόλοιπα σχολεία. Το σύνολο των πορισμάτων των επιστημών της αγωγής επιβεβαιώνουν τον καθοριστικό ρόλο που παίζουν οι μαθητές στη διαμόρφωσή της. Η διδασκαλία με (έστω και άρρητα ή ασυνείδητα) επιλεγμένο μαθητικό πληθυσμό δεν μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση της διδασκαλίας (ή στη γνώση της παιδικής ηλικίας) για τα υπόλοιπα σχολεία, αφού αυτά έχουν να αντιμετωπίσουν διαφορετικές δυσκολίες και να εκμεταλλευτούν διαφορετικές δυνατότητες.
2. Οι πειραματικές μέθοδοι σε ένα σχολείο προϋποθέτουν επίσης τυχαίο δείγμα διδασκόντων αντιπροσωπευτικό επίσης του μέσου όρου των Ελλήνων δασκάλων. Στην περίπτωση που χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις για την υλοποίηση των προς πειραματική διερεύνηση μεθόδων και πρακτικών τότε αυτές προσφέρονται στους δασκάλους με επιμορφώσεις. Κι όμως, ο νόμος προβλέπει ότι η συγκρότηση του διδακτικού προσωπικού αυτών των σχολείων στηρίζεται στη διαφοροποίηση των εκπαιδευτικών επί συγκεκριμένων κριτηρίων. Οι διαφοροποιήσεις αυτές έχουν να κάνουν με τα τυπικά προσόντα (πτυχία, πιστοποιήσεις κλπ.), με τη διδακτική εμπειρία, με την εμπειρία σε πειραματικές (ή καινοτόμες κλπ.) διαδικασίες και με το συγγραφικό – επιστημονικό έργο των εκπαιδευτικών. Σε κάθε περίπτωση, αποτελούν παράγοντα που είναι πιθανό να επηρεάζουν τα πορίσματα των πειραματισμού και κατά συνέπεια να καθιστούν αβέβαιη τη διάχυση του.
3. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι συνάδελφοι των πειραματικών σχολείων δεν κατέχουν οργανική θέση και ότι η παραμονή τους σε αυτά εξαρτάται από την αξιολόγηση τους από τον διευθυντή του σχολείου και τον συντονιστή, τους καθιστά μάλλον ευάλωτους στις πιέσεις και τις επιλογές αυτών των στελεχών. Τέτοιου είδους εξαρτήσεις δεν υποστηρίζουν το ανεξάρτητο πνεύμα που θα πρέπει να χαρακτηρίζει όλους τους εκπαιδευτικούς και κυρίως εκείνους που συμβάλλουν άμεσα στην ανάπτυξη των επιστημών της Αγωγής, δηλαδή στους εκπαιδευτικούς των Πειραματικών. Η αξιολόγηση στα Πειραματικά σχολεία θα έπρεπε να αφορά στην επιτυχία ή όχι των πειραματικών μεθόδων σε σχέση με τις εφαρμοζόμενες στα υπόλοιπα σχολεία της επικράτειας και όχι τους εκπαιδευτικούς ή τους μαθητές
Ο σύλλογος μας υποστηρίζει ότι η πειραματική παιδαγωγική έρευνα είναι χρήσιμη και αναγκαία και θα μπορούσε να επιτελείται στα δημόσια σχολεία, κάτω από όλες τις προϋποθέσεις που θέτει ο χαρακτήρας της.
Η ελιτίστικη και αντιδημοκρατική νοοτροπία του νόμου εκδηλώνεται με ακόμη πιο σαφή τρόπο στην μαζική μετατροπή όλων των Πειραματικών της δευτεροβάθμιας σε Πρότυπα. Έτσι, η κυβέρνηση μετατρέπει αυτόν τον παρωχημένο και αριστοκρατικό θεσμό σε όχημα για την διευρυμένη επιβολή της αγοραίας αντίληψης για την εκπαίδευση. Εδώ ο ανταγωνισμός γίνεται δομικό στοιχείο του συστήματος, μιας και η κλήρωση αντικαθίσταται από τις εξετάσεις. Με τον τρόπο αυτό η εντατικοποίηση των σπουδών, η ταξικότητα και ο ανταγωνισμός εγκαθιδρύεται μεταξύ των μαθητών επεκτείνεται σε ακόμη πιο μικρές ηλικίες, αφού η προετοιμασία για τις εξετάσεις με φροντιστήρια, ιδιαίτερα κλπ. ξεκινάει σε αρκετές πια περιπτώσεις από την δ’ δημοτικού σε αρκετές πια περιπτώσεις. Για όλους και περισσότερους, για όλο και πιο μικρούς η παιδεία δεν είναι αγάπη για τη γνώση, μορφωτική προσπάθεια, χαρά και δώρο, αλλά έπαθλο για τους νικητές, χαμένη ευκαιρία για τους ηττημένους.
Καλούμε τους συναδέλφους να μην εμπλακούν στη διαδικασία αποδοχής της μετατροπής του σχολείου τους σε Πειραματικό. Η αποδοχή αυτής της διαδικασίας θα έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για τους μαθητές, τους γονείς τους αλλά και τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς:
1. Τα σχολεία τους από σχολεία γειτονιάς θα μετατραπούν σε σχολεία «αριστείας» με κατάργηση των γεωγραφικών ορίων και επιλογή των μαθητών με κλήρωση από την ευρύτερη περιοχή. Αυτό θα επιφέρει ανακατανομή του μαθητικού πληθυσμού όχι μόνο στο συγκεκριμένο σχολείο αλλά και στις όμορες σχολικές μονάδες και συνεπώς αναστάτωσή σε πολλές οικογένειες που τα παιδιά τους θα πρέπει να φοιτούν μακριά από το σχολείο της γειτονιάς τους. Επιπλέον ο αριθμός των μαθητών στα τμήματα των συγκεκριμένων σχολείων δεν μπορεί είναι μικρότερος από 25.
2. Όλοι οι εκπαιδευτικοί της σχολικής μονάδας χάνουν την οργανική τους θέση, με βάση τα όσα προβλέπονται από το άρθρο 19 παρ. 15 του Ν.4692/2021.
3. Οι εκπαιδευτικοί αποδέχονται την ατομική αξιολόγηση αφού με βάση όσα ισχύουν για τα Πειραματικά και Πρότυπα σχολεία πρέπει να αξιολογούνται (κάθε ένα, δύο ή τέσσερα χρόνια) για την παιδαγωγική τους επάρκεια, ώστε να συνεχίσουν να διδάσκουν στα σχολεία αυτά.
4. Το διδακτικό ωράριο των εκπαιδευτικών δεν είναι πλέον σαφώς καθορισμένο αλλά καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, που εκδίδεται μετά από εισήγηση της Δ.Ε.Π.Π.Σ.
ΑΠΟ ΤΟ Δ.Σ.